- Σαλωνίτης
- ο, θηλ. Σαλωνίτισσα, Ναυτός που κατοικεί στα Σάλωνα, δηλαδή στην Άμφισσα, ή εκείνος που κατάγεται από τα Σάλωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάλωνα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. Ροδ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ВИФИНИЙ — • Bithynium, Βιθύνιον, город в области мариандинов в Восточной В., впоследствии Клавдиополь, место рождения Антиноя, любимца Адриана, при Феодосии II главный город провинции Гонориады. Окрестности Салона давали отличный салонский сыр… … Реальный словарь классических древностей
σαλωνίτικος — η, ο, Ν [Σαλωνίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Σάλωνα ή αυτός που προέρχεται από τα Σάλωνα («σαλωνίτικες ελιές») … Dictionary of Greek